Ιστορία και ελληνική παράδοση
Το Κτήμα Κάκκαβος βρίσκεται στην περιοχή Μεσόκαμπος Μεσολογγίου, σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων περίπου από την πόλη. Έχει έκταση 400 στρέμματα και απλώνεται στις πλαγιές του όρους Αράκυνθος -ή Ζυγός-, θέση που προσφέρει αμφιθεατρική θέα προς το νότο και την Ιερή Πόλη του Μεσολογγίου που την αγκαλιάζει η απέραντη λιμνοθάλασσα. Η ματιά του επισκέπτη απλώνεται έως τον Πατραϊκό κόλπο και την Πελοπόννησο, τα νησιά του Ιονίου, την Κεφαλονιά τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη στον ορίζοντα. Νοτιοδυτικά βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της ομηρικής πόλης Πλευρώνας με τα εντυπωσιακά εξωτερικά τείχη. Στο εσωτερικό, εκτός από τα θεμέλια σημαντικών κτιρίων που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, θα δείτε το όμορφο θέατρο.
Δυτικό του σύνορο το ποταμάκι Κάκκαβος που ρέει στον Μεσόκαμπο από την περιοχή των Ελληνικών –ή Ρέτσινα-, με έναν καταρράχτη που εκβάλλει στη λιμνοθάλασσα. Το κτήμα έχει δικά του νερά, τον «άμπλα», πηγή πόσιμου νερού που αναβλύζει στην ρεματιά του ρυακιού «Καλαμάκη», όπως και ένα πηγάδι από την ίδια υπόγεια φλέβα. Σήμερα η πηγή κρατά νερό όλο το χρόνο.
Λιβάδι μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα, ο Κάκκαβος επαρκούσε για την εκτροφή 350 προβάτων (των τελευταίων κτηνοτρόφων Γεωργίου Σαρρή, Σπύρου Σαρρή, Όλγας χήρας Ιω. Σαρρή) και 100 γιδιών του κτηνοτρόφου Ν. Ντρούκα), όλοι με καταγωγή από την Άμπλιανη. Το χειμώνα διέμεναν με τις οικογένειές σε καλύβες από χόρτο με ειδική πλέξη ενώ το καλοκαίρι ανέβαιναν στα καλοκαιρινά λιβάδια του δάσους της Οξιάς και της Σαράνταινας.
Ο Κάκκαβος κατοικήθηκε πάντοτε από Έλληνες προερχόμενους από την Άμπλιανη, μοναδικό πληθυσμιακό στοιχείο της περιοχής απασχολούμενο με την κτηνοτροφία, ακόμη και στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, όπως μαρτυρεί η μέχρι σήμερα διατήρηση της παλαιάς ελληνικής προέλευσης ονομασίας του. Κάκκαβο αποκαλούσαν οι βυζαντινοί μας πρόγονοι την πέρδικα, το όμορφο πουλί που αφθονεί στην περιοχή. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, θα αποτελούσε τμήμα εθνικής γης γι’ αυτό και απετέλεσε, μετεπαναστατικά αντικείμενο διανομής εθνικής (πρώην τουρκικής) γης σε αγωνιστές του 1821 (παραχώρηση το 1874 του Ελληνικού Κράτους στον αγωνιστή Αναστάσιο Αλεξανδρόπουλο). Πολλοί εντόπιοι αποκαλούν και σήμερα τον Κάκκαβο «στ’ Αλεξαντράκ(η)», ονομασία που προήλθε από τον πρώτο γνωστό πρόγονο των σημερινών ιδιοκτητών, Όλγας Αλεξανδροπούλου και Παναγιώτη Παπαχρήστο.
Ταξίδι στο χρόνο
Η ιστορία του Κτήματος είναι συνυφασμένη με την ιστορία της Ελλάδας και είναι πολύ ενδιαφέρουσα: Όταν στα 1821, οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν κατά της τουρκικής κατοχής, η επανάστασή τους κατεστάλη εκτός από τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και μερικά νησιά του Αιγαίου, όπου ο αγώνας συνεχίστηκε μέχρι τέλους. Στις μάχες έλαβαν μέρος απειράριθμοι αγωνιστές από περιοχές που υποδηλώθηκαν εκ νέου όπως οι Σουλιώτες. Ένας από αυτούς ήταν και ο ηπειρώτης Αλέξανδρος/Αλεξαντρής – Σκουφάς/Σκουφής από την Άρτα. Tο νέο του επίθετο Αλεξανδρόπουλος, διατηρούν έως και σήμερα οι απόγονοί του. Έχοντας μαζί την σύζυγο του Αικατερίνη και δύο ανήλικα αγόρια, τον Κωνσταντίνο και τον Σπύρο, πήγε στο Μεσολόγγι όπου εντάχθηκε στις δυνάμεις των Αγωνιστών. Οι κάτοικοι, οι κατοικούντες στην πόλη Μεσολογγίτες Αγωνιστές συγκροτούσαν ιδιαίτερο σώμα, με αρχηγό τον Θανάση Ραζηκότσικα, ενώ οι πολίτες οι εγκατεστημένοι στην εξοχή Αμπλιανίτες απετέλεσαν ιδιαίτερο πολεμικό σώμα, των Μεσολογγιτών Αμπλιανιτών το οποίο, στον κατάλογο των Μεσολογγιτών Αγωνιστών που αναρτάται στο Δημαρχείο της Πόλης, περιλαμβάνεται χωριστά μέσα σε ιδιαίτερο πλαίσιο.
Ερχόμενος στο Μεσολόγγι οικογενειακώς για να υπηρετήσει τον Αγώνα, κατεγράφη ως Αμπλιανίτης στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (από δήμο Αμπλιανίτη), λόγω της μη μεσολογγίτικης καταγωγής του. Ως ξένος χωρίς περιουσία στο Μεσολόγγι, εγκατέστησε την οικογένειά του στις απελευθερωμένες περιοχές που του εκχωρήθηκαν στον Μεσόκαμπο με τον Κάκκαβό του. Ο Αλεξαντρής σκοτώθηκε το 1823 στην πολιορκία του Αιτωλικού από τουρκική βόμβα που πέφτοντας, άνοιξε το πηγάδι σωτηρίας των πολιορκημένων του. Στο Μεσολόγγι, η οικογένεια έζησε όλο το δράμα αλλά και το μεγαλείο του Αγώνα για Ελευθερία. Στην «Έξοδο» σώθηκε ο γιός Κωνσταντής ο οποίος αγωνίστηκε μέχρι το τέλος της Επαναστάσεως μάχιμος πλέον και η Πατρίδα τον τίμησε με αριστείον ανδρείας. Αδυνατεί να επιστρέψει στην γενέτειρά του, η Ήπειρος παραμένει ακόμη υπόδουλη στους Τούρκους. Καταφεύγει στην Άμπλιανή, όπου νυμφεύεται την Γιαννούλα Μπαρτσόκα, της προγονικής οικογένειας του καθηγητή Παιδιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστου Σπύρου Μπαρτσόκα.
Τα 3 από τα 4 αγόρια του ήδη μεγαλοκτηματία και τσέλιγκα Κωνσταντίνου, σπουδάζουν νομικά (Ιωάννης, Γεώργιος, Δημήτριος) και εργάζονται στο Μεσολόγγι. Ο Γεώργιος με λαμπρή σταδιοδρομία στη Δικαιοσύνη (πρώτος Εισαγγελεύς Πρωτοδικών στην μόλις απελευθερωθείσα Θεσσαλονίκη) είχε ήδη εισέλθει στην πολιτική με το κόμμα (1890) του φίλου του Χαρίλαου Τρικούπη. Εκλεγόμενος βουλευτής Ευρυτανίας, διετέλεσε Υπουργός, Γερουσιαστής και Αριστήνδην Γερουσιαστής Αιτωλ/νίας (1929). Ο άλλος γιος τους Αναστάσιος, εξ ίσου φιλομαθής, διακόπτει τις γυμνασιακές σπουδές του (απολυτήριό του) και αναλαμβάνει την διαχείριση της περιουσίας. Κτίζει στον λόφο του Κακκάβου (περί το 1880) την μέχρι σήμερα σωζόμενη αγροικία, όπου εγκαθίστανται με την οικογένειά του, και δεν εγκαταλείπει, στις ώρες της σχολής του, την αγάπη του για τα γράμματα. Όταν η νύφη του Όλγα Κ. Αλεξανδροπούλου επεσκέφθη για πρώτη φορά την κλειστή πλέον αγροικία (όλα τα παιδιά του είχαν ήδη εγκατασταθεί στην πόλη), σε ντουλάπι δίπλα στο τζάκι βρήκε σημαντικά από τα βιβλία του, όπου πλεόναζαν αρχαίοι συγγραφείς και τα έπη του Ομήρου, όλα στο πρωτότυπο τα οποία και διάβαζε.
Ο Αναστάσιος πέθανε χωρίς να προλάβει να δει επιστήμονες τα αγόρια του, εκτός από τον μόλις γιατρό πρωτότοκο Κωνσταντίνο, ο οποίος επωμίσθη όλες τις βαρειές ευθύνες: διαχείριση περιουσίας, φροντίδα μητέρας και υπόλοιπης οικογένειας, να παντρέψει αδελφές και να σπουδάσει τους 4 αδελφούς του, Αλέξανδρο, Ιωάννη, Συμεών και Γεώργιο, ο οποίος όμως, φοιτητής Νομικής, σκοτώθηκε σε ατύχημα. Κτίζει στην Άμπλιανη (1911) και το σωζόμενο σπίτι. Έχοντας εκπληρώσει επιτυχώς όλες τις υποχρεώσεις του, τότε μόνον ο Κωνσταντίνος εστράφη και στην ρύθμιση της προσωπικής του ζωής: μετέβη στο Παρίσι για ειδίκευση στην Γυναικολογία και νυμφεύθηκε την Αγρινιώτισσα Όλγα, κόρη του μακροβιότερου βουλευτού Τριχωνίδος ιατρού Δημητρίου Κατσάνου.
Ο πρωτότοκος γιος τους ιατρός Αναστάσιος, με την Γιαννιώτισσα σύζυγό του Ελισάβετ είναι και οι μετατρέψαντες τον Κάκκαβο σε ελαιώνα με την σημερινή του μορφή. Οι σημερινοί ιδιοκτήτες Όλγα Αλεξανδροπούλου και ο σύζυγός της, χειρούργος οδοντίατρος, Παναγιώτης Παπαχρήστος συνεχίζουν την παράδοση επεκτείνοντας συνεχώς το Κτήμα και τις δραστηριότητές του, μένοντας πιστοί στην παράδοση του τόπου και την ποιότητα.